- άγχω
- ἄγχω (Α)1. πιέζω δυνατά, σφίγγω, κυρίως τον λαιμό2. σφίγγω κάποιον στην αγκαλιά μου3. στραγγαλίζω, πνίγω, απαγχονίζω4. καταθλίβω, πιέζω, στενοχωρώ5. μέσ. αυτοκτονώ με αγχόνη, απαγχονίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιστοιχεί στο λατ. ango και σανσκρ. amhu-, που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα anĝh-.ΠΑΡ. αγχόνηαρχ.ἀγκτήρνεοελλ.άγχος].
Dictionary of Greek. 2013.